καταπελματούμαι

καταπελματούμαι
καταπελματοῡμαι, -όομαι (Α)
(για σανδάλια) έχω φθαρμένα πέλματα, φθαρμένες σόλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πελματοῦμαι «φθείρονται οι σόλες μου» (< πέλμα, -τος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πελματούμαι — όομαι, Α εφαρμόζω στο υπόδημά μου σόλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπελματοῦμαι, με αποκοπή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”